Πάλη των τάξεων

Πάλη των τάξεων
Δεκαπενθήμερη, και για ένα διάστημα εβδομαδιαία, εφημερίδα, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1930, όργανο των Αρχειομαρξιστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • πάλη — η 1. αγώνισμα όπου ο καθένας από τους δύο παλαιστές προσπαθεί να ρίξει κάτω τον αντίπαλό του. 2. αγώνας μεταξύ παρατάξεων ή ομάδων ανθρώπων: Πάλη των τάξεων. 3. γενικά αγώνας για την αντιμετώπιση δυσκολιών: Η ζωή του αγρότη είναι μια συνεχής πάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ταξικός — ή, ό, Ν [τάξη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις (α. «ταξικές δακρίσεις» β. «ταξικός αγώνας» η πάλη τών τάξεων) 2. ο χωρισμένος σε τάξεις («ταξική κοινωνία» χαρακτηρισμός όλων τών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • ελίτ — (élite). Γαλλική λέξη που σημαίνει εκλεκτό (από το ρήμα élire, που σημαίνει εκλέγω) και έχει γίνει διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια προνομιούχα κοινωνική ομάδα. Η μελέτη των μηχανισμών που εξασφαλίζουν στις ε. την απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… …   Dictionary of Greek

  • Ονέ, Ζορζ — (Georges Ohnet, Παρίσι 1848 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Υπήρξε γονιμότατος συγγραφέας μυθιστορημάτων τα οποία συγκέντρωσε στον κύκλο Οι μάχες της ζωής (1881) και τα οποία υπήρξαν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους εξαιτίας κυρίως των θεατρικών τους… …   Dictionary of Greek

  • Μπλανκί, Λουί Ογκίστ — (Luis Auguste Blanqui, Πιζέ Τενιέρ 1805 – Παρίσι 1881). Γάλλος επαναστάτης. Καρμπονάρος, φανατικός επαναστάτης και ακαταπόνητος συνωμότης, συνδέθηκε στενά, μετά την επανάσταση του Ιουλίου 1830, με τον Φιλίπο Μπουοναρότι και τον Ρασπάιγ, για να… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”